- ἀσχιδής
- ἀσχιδήςunclovenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασχιδής — ές (Α ἀσχιδής, ές) 1. (για φύλλα) μη σχισμένος, άσχιστος 2. (για ζώα) ο μη δίχηλος, αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)] … Dictionary of Greek
ἀσχιδῆ — ἀσχιδής uncloven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσχιδής uncloven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσχιδής uncloven masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχιδεῖς — ἀσχιδής uncloven masc/fem acc pl ἀσχιδής uncloven masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχιδές — ἀσχιδής uncloven masc/fem voc sg ἀσχιδής uncloven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχιδῶς — ἀσχιδής uncloven adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek